Ἀγλαύρου

Ἀγλαύρου
Ἄγλαυρος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγλαύρου — ἄγλαυρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνοφορία — δειπνοφορία, η (Α) [δειπνοφόρος] εορταστική πομπή και τελετουργική παράθεση δείπνου προς τιμήν τής Έρσης, τής Πανδρόσου και τής Αγλαύρου …   Dictionary of Greek

  • ερυσίχθων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μυρμιδόνα ή του Τριόπα, εγγονός του Ποσειδώνα, που τον έλεγαν και Άθωνα. Ήταν περιώνυμος για την ασέβειά του. 2. Αθηναίος, γιος του Κέκροπα, αδελφός της Αγλαύρου, της Έρσης και της Πανδρόσου, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελσχάιμερ, Άνταμ — (Adam Elsheimer, Φρανκφούρτη 1578 – Ρώμη 1610;). Γερμανός ζωγράφος. Σχετικά με την πορεία του προς την κατάκτηση προσωπικού ύφους, στη διάρκεια της σύντομης καλλιτεχνικής ζωής του, δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Κήρυκες — Αρχαιότατο και σημαντικό γένος ιερέων της Αθήνας, στο οποίο ανήκε και ο Ηρώδης ο Αττικός. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία, γενάρχης ήταν ο Κήρυξ, τον οποίο οι απόγονοί του δεν δέχονταν ως γιο του Εύμολπου, αλλά του Ερμή και της Αγλαύρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”